επανδρώνω — επανδρώνω, επάνδρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επανδρώνω — επάνδρωσα, επανδρώθηκα, επανδρωμένος, μτβ. 1. (ναυτ.), τοποθετώ επιτελείο και πλήρωμα σε εχθρικό πλοίο που αιχμαλωτίστηκε. 2. (ναυτ.), καταρτίζω το πλήρωμα σκάφους που πριν ήταν παροπλισμένο, το εφοδιάζω με πλήρωμα. 3. τοποθετώ σε υπηρεσία το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επάνδρωση — η [επανδρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επανδρώνω, η εγκατάσταση πληρώματος σε ένα σκάφος, ο εφοδιασμός του με πλήρωμα 2. (κατ επέκτ.) ο εφοδιασμός μιας υπηρεσίας με το αναγκαίο προσωπικό … Dictionary of Greek
αντιπληρώ — ἀντιπληρῶ ( όω) (Α) 1. φρ. «ἀντιπληρῶ ναῡς» γεμίζω τα πλοία με άνδρες για να επιτεθώ εναντίον του εχθρού 2. γεμίζω το ποτήρι μου προς τιμήν κάποιου, πίνω στην υγειά του 3. επανδρώνω με νέα μέλη … Dictionary of Greek
εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… … Dictionary of Greek
ξαναφορτώνω — (Μ ξαναφορτώνω) φορτώνω ξανά μσν. επανδρώνω πλοία με στρατό, επιβιβάζω στα πλοία στρατό … Dictionary of Greek
πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… … Dictionary of Greek
προσπληρώ — όω, Α 1. συμπληρώνω ένα ποσό ή έναν αριθμό 2. (το μέσ. και το ενεργ.) (ιδίως σχετικά με πλοία) συγκροτώ τα πληρώματα και τά εξοπλίζω ακόμη πιο πολύ, εξαρτίζω και επανδρώνω περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πληρῶ «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
στελεχώνω — στελεχῶ, όω, ΝΑ [στέλεχος] νεοελλ. επανδρώνω οργάνωση, οργανισμό ή επιχείρηση με τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους στελέχη αρχ. 1. σχηματίζω στέλεχος 2. οδηγώ σε πλήρη ανάπτυξη («οὐρανομήκεις ἀρετάς στελεχοῡν», Φίλ.) 3. παθ. στελεχοῡμαι, όομαι … Dictionary of Greek
συμπληρώνω — συμπληρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι τού λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῡτο», Πλωτίν. γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῑς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.) 2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον» … Dictionary of Greek